φαμπρικάρω

φαμπρικάρω
φαμπρικάρισα (λ. ιταλ.)
1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα.
2. μτφ., δημιουργώ ζητήματα εκεί που δεν υπάρχουν, σοφίζομαι, μαγειρεύω, σκαρώνω: Ποιος ξέρει τι φαμπρικάρει πάλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαμπρικάρω — Ν 1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα 2. μτφ. μηχανεύομαι, σοφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricare (βλ. λ. φάμπρικα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”