- φαμπρικάρω
- φαμπρικάρισα (λ. ιταλ.)1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα.2. μτφ., δημιουργώ ζητήματα εκεί που δεν υπάρχουν, σοφίζομαι, μαγειρεύω, σκαρώνω: Ποιος ξέρει τι φαμπρικάρει πάλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.